χειλόφωνος

χειλόφωνος
-η, -ο, Ν
βλ. χειλεόφωνος.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • χειλεόφωνος — και χειλόφωνος, η, ο, Ν 1. αυτός που εκφωνείται με τα χείλη 2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα χειλεόφωνα γραμμ. οι χειλικοί φθόγγοι. [ΕΤΥΜΟΛ. < χείλος + φωνος (< φωνή), πρβλ. μακρό φωνος. Ο τ. χειλεόφωνος μαρτυρείται από το 1876 στον Ι. Ν.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”